- συγκατάγνυμι
- συγκατ-άγνυμι,A crush, Sm.Ps.28(29).5, al.; break, Jul.Or.2.60a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγκατάγνυμι — Α 1. κατασυντρίβω μαζί 2. σπάζω, τσακίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατάγνυμι «σπάω, συντρίβω»] … Dictionary of Greek